- απείλημα
- ἀπείλημα, το (Α)απειλή, φοβέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπειλήμασιν — ἀπείλημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλήματα — ἀπείλημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
τἀπειλήματα — ἀπειλήματα , ἀπείλημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)